- σφάκτης
- ὁ, θηλ. σφάκτρια, ΝΑ, και σφακτής Αβλ. σφάχτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυ(πο)σφάκτης — ο, Α ο πολυποξύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπος (άλλος τ. τού πολύπους, οδός) + σφάκτης (< σφάζω), πρβλ. εμβρυο σφάκτης] … Dictionary of Greek
καλαμοσφάκτης — καλαμοσφάκτης, ὁ (Α) μτφ. αυτός που εξοντώνει, που κατατροπώνει με τον κάλαμο, με τη γραφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + σφάκτης (< σφάκτης < σφάζω), πρβλ. εμβρυο σφάκτης, χοιρο σφάκτης] … Dictionary of Greek
σφάχτης — ο, ΝΜ, και σφάκτης, θηλ. σφάκτρια ΜΑ, και σφακτής Α [σφάζω] φονιάς, δολοφόνος νεοελλ. σφαγέας νεοελλ. μσν. οξύς πόνος στα πλευρά αρχ. το θηλ. ἡ σφάκτρια ιέρεια … Dictionary of Greek
χοιροσφάκτης — ὁ, Μ (κυρίως ως βυζαντινό αξίωμα) ο σφαγέας χοίρων οι οποίοι προορίζονταν για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + σφάκτης (< σφάζω), πρβλ. ἐμβρυο σφάκτης] … Dictionary of Greek
CONDITORIUM — apud Sueton. Aug. c. 18. Per idem tempus conditorium et corpus Magni Alexandri, cum prolatum (Alexandriae) e penetrali subiecisset oculis (Augustus) coronâ aureâ impositâ et floribus aspersis veneralus est: quibusdam est, quam Strabo, l. ult.… … Hofmann J. Lexicon universale
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
σφάκτρια — ἡ, Α βλ. σφάκτης … Dictionary of Greek
σφακτικός — ή, όν, ΜΑ [σφάκτης] αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στη σφαγή … Dictionary of Greek